- συνευωχητής
- συνευωχητήςfellow-banquetermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνευωχητής — ὁ, ΜΑ [συνευωχοῦμαι] αυτός που μετέχει σε ευωχία, σε συμπόσιο μαζί με άλλον … Dictionary of Greek